- εγγομφώνω
- [-ώ (ο)] μετ. (αόρ. ενεγόμφωσα) μετ.1) заклинивать; 2) скреплять деревянными гвоздями, шипами; 3) мед. вставлять зубы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εγγομφώνω — και εγγομφώ (AM ἐγγομφῶ, όω)·συνδέω με γόμφους, καρφώνω … Dictionary of Greek